- χαραγμή
- και δ. γρφ. χαρακμή, ἡ, ΜΑ1. καρβέλι, ψωμί2. αγωγός νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ χαραγ- / χαρακ- τού χαράσσω* + κατάλ. -μή (πρβλ. ῥωγ-μή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
χαρακμή — ἡ, ΜΑ βλ. χαραγμή … Dictionary of Greek